θρυπτοφανάση

θρυπτοφανάση
η
(βιοχ.) ένζυμο που περιέχεται σε ορισμένα βακτήρια και το οποίο καταλύει τον σχηματισμό ινδολίου από θρυπτοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophanase < trypto- (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan- (πρβλ. ε-φάνην τού φαίνω)
+ -ase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”